dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αναρρωτική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erholungsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναρρωτική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genesungsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναρρωτική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Krankheitsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…